δωδεκάπαλαι

δωδεκάπαλαι
δωδεκάπαλαι
twelve times
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δωδεκάπαλαι — επίρρ. (Α) δώδεκα φορές πιο παλιά, πριν από πολύ καιρό …   Dictionary of Greek

  • δεκάπαλαι — επίρρ. (Α) πριν από πάρα πολύ καιρό («δεκάπαλαί γε καὶ δωδεκάπαλαι καὶ χιλιόπαλαι καὶ πρόπαλαι πάλαι πάλαι», Αριστ. Ιπ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + πάλαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”